ὠστρακισμένον

ὠστρακισμένον
ὀστρακίζω
banish
perf part mp masc acc sg
ὀστρακίζω
banish
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… …   Dictionary of Greek

  • οστρακίζω — (ΑΜ ὀστρακίζω) [όστρακον] (στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.) μσν. (σχετικά με τους οπαδούς τού χριστιανισμού) αποβάλλω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”